φατνιορραγία

φατνιορραγία
η, Ν
ιατρ. η μετά την εξαγωγή δοντιού αιμορραγία φατνίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + -ρραγία (< -ρραγής < ρήγννμι «σπάζω»), πρβλ. μητρορραγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”